- παρακλίντορας
- παρακλίντωρmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρακλίντωρ — ορος, ὁ, Α αυτός που δειπνεί ξαπλωμένος κοντά σε κάποιον άλλο, δηλ. ο συμποσιαζόμενος, ο φιλοξενούμενος («παρακλίντορας ἔκτανεν ἄνδρας», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρακλίνω + επίθημα τωρ (πρβλ. σημάν τωρ)] … Dictionary of Greek